- φαρμακεμπορία
- ητο φαρμακεμπόριο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμακεμπορία — η, Ν εμπόριο φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
φαρμακεμπόριο — το, Ν [φαρμακέμπορος] φαρμακεμπορία … Dictionary of Greek